- ἀπόπτωμα
- ἀπόπτωμαunlucky chanceneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απόπτωμα — ἀπόπτωμα, το (AM) [αποπίπτω] πλάνη, παράπτωμα αρχ. ατύχημα, δυστύχημα … Dictionary of Greek
ἀποπτωμάτων — ἀπόπτωμα unlucky chance neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπτώμασιν — ἀπόπτωμα unlucky chance neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπτώματα — ἀπόπτωμα unlucky chance neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)